- βιβλιοδεσία
- η1) переплёт; 2) переплётное дело
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — η η συρραφή και η ένωση των τευχών ή των φύλλων σε βιβλίο και η κάλυψή τους με προστατευτικό κάλυμμα, το στάχωμα ή κότσωμα: Το βιβλίο αδικείται από την άσχημη βιβλιοδεσία του, παρά το καταπληκτικό περιεχόμενό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοδετικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τον βιβλιοδέτη ή τη βιβλιοδεσία 2. το θηλ. ως ουσ. βιβλιοδετική, η η τέχνη της βιβλιοδεσίας 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βιβλιοδετικά, τα η αμοιβή του βιβλιοδέτη για τη βιβλιοδεσία … Dictionary of Greek
βιβλιοδέτης — ο (Μ βιβλιοδέτης) αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη βιβλιοδεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + δέτης < δέω «δένω»] … Dictionary of Greek
βιβλιοδέτηση — η βιβλιοδεσία … Dictionary of Greek
βιβλιοδετώ — κάνω βιβλιοδεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
βιβλιομανία — η πάθος για συλλογή βιβλίων, σπάνιων για τον χρόνο ή τον τόπο της έκδοσής τους, τη βιβλιοδεσία ή ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + μανία (πρβλ. γαλλ. bibliomanie). Η ελλ. λ. μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη] … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
μαροκινός — ή, ό [Μαρόκο] 1. ο κάτοικος τού Μαρόκου ή αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από το Μαρόκο 2. το ουδ. ως ουσ. το μαροκινό α) κατσικήσιο δέρμα ειδικά κατεργασμένο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή χαρτοφυλάκων ή για βιβλιοδεσία β)… … Dictionary of Greek
ορειχαλκόσκονη — η σκόνη ορειχάλκου, κασσιτέρου και συνηθέστερα ψευδαργύρου, η οποία παράγεται χημικώς ή μηχανικώς με θρυμματισμό και κονιοποίηση και χρησιμοποιείται σε επιχρυσώσεις, αντί τής σκόνης χρυσού, στη βιβλιοδεσία, στη διακοσμητική, σε γύψινα και άλλα… … Dictionary of Greek
περγαμηνή — Δέρμα, συνήθως από πρόβατο, κατεργασμένο κατάλληλα ώστε να χρησιμοποιείται για διάφορες χρήσεις (όπως η βιβλιοδεσία, η μικρογραφία κλπ.), αλλά κυρίως για τη γραφή ή εκτύπωση πολυτελών εκδόσεων. Χειρόγραφη προκήρυξη σε περγαμηνή του Δόγη της… … Dictionary of Greek